χυμώδης

χυμώδης
ης, ωδές
1) сочный; 2) сокообразный

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "χυμώδης" в других словарях:

  • χυμώδης — ες / χυμώδης, ῶδες, ΝΜΑ [χυμός] 1. γεμάτος χυμό, εύχυμος, ζουμερός («χυμώδεις καρποί») 2. όμοιος με χυμό στη σύσταση νεοελλ. 1. νόστιμος, εύγευστος 2. μτφ. (ιδίως για γυναίκα) ευτραφής …   Dictionary of Greek

  • χυμώδης, -ης, -ες — γεν. ους, αιτ. η, πληθ. ουδ. η 1. ο γεμάτος χυμό. 2. ο όμοιος με χυμό …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • χυμωδέστερον — χυμώδης like juice adverbial comp χυμώδης like juice masc acc comp sg χυμώδης like juice neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χυμώδει — χυμώδης like juice masc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic epic) χυμώδης like juice masc/fem/neut dat sg χυμώδεϊ , χυμώδης like juice dat sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χυμώδη — χυμώδης like juice neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) χυμώδης like juice masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) χυμώδης like juice masc/fem acc sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χυμῶδες — χυμώδης like juice masc/fem voc sg χυμώδης like juice neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χυμώδους — χυμώδης like juice masc/fem/neut gen sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -ώδης — ΝΜΑ β συνθετικό επιθέτων τής Αρχαίας Ελληνικής, που ανάγεται στο θέμα οδ τού ρήματος ὄζω* «έχω μυρωδιά, μυρίζω», με έκταση λόγω συνθέσεως. Η αρχική σημασία, ωστόσο, τού β συνθετικού διατηρείται σε ελάχιστα επίθετα στα οποία η σημασία τού α… …   Dictionary of Greek

  • άζουμος — η, ο [ζουμί] αυτός που δεν περιέχει ζωμό ή χυμό, ο μη χυμώδης, ξερός …   Dictionary of Greek

  • έγχυλος — ἔγχυλος, ον (Α) 1. χυμώδης, ζουμερός 2. αυτός που δεν έχει αποξηρανθεί 3. (για αβγό βραστό) μελάτος …   Dictionary of Greek

  • έγχυμος — η, ο (AM ἔγχυμος, ον) αυτός που έχει χυμό, χυμώδης …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»